πινυτόφρων

πινυτόφρων
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.)
2. ευφυής, αγχίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πινυτόφρων — of wise masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονα — πινυτόφρων of wise masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονας — πινυτόφρων of wise masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονες — πινυτόφρων of wise masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονι — πινυτόφρων of wise masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πινυτόφρονος — πινυτόφρων of wise masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”